- λογοείδεια
- λογοείδεια, ἡ (Α) [λογοειδής]η ομοιότητα προς τον πεζό λόγο, το πεζό ύφος («κακία ποιήματος ἡ καλουμένη λογοείδεια δοκεῑ τις εἶναι», Διον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογοείδεια — prosaic diction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)